- θορυβητό
- τοθόρυβος, ταραχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θορυβώ + κατάλ. -ητό (πρβλ. βογγ-ητό, κυνηγ-ητό)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… … Dictionary of Greek